- φροϋδικός
- -ή, -ό, Ν [Φρόυντ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φρόυντ και στη θεωρία του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοφροϋδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοφροϋδισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. neofreudian (< νε[ο] + φροϋδικός)] … Dictionary of Greek